- τομείον
- τὸ, Α [τομεύς]λαβίδα, τσιμπίδα («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῡν ἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῡσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τομεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομέας — Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και… … Dictionary of Greek